περπερευομαι

περπερευομαι
    περπερεύομαι
    превозноситься, кичиться NT.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "περπερευομαι" в других словарях:

  • περπερεύομαι — ΜΑ [πέρπερος] καυχιέμαι, μιλώ ή συμπεριφέρομαι επιδεικτικά και αλαζονικά («ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῡται», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • περπερευόμενον — περπερεύομαι boast pres part mp masc acc sg περπερεύομαι boast pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περπερεύου — περπερεύομαι boast pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) περπερεύομαι boast imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περπερευομένη — περπερεύομαι boast pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περπερευσάμενοι — περπερεύομαι boast aor part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περπερευόμενος — περπερεύομαι boast pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περπερεύεσθαι — περπερεύομαι boast pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περπερεύεται — περπερεύομαι boast pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπερπερεύομαι — (Α) (επιτ. τ. τού περπερεύομαι) χαριεντίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περπερεύομαι «καυχιέμαι, κομπάζω»] …   Dictionary of Greek

  • εμπερπερεύομαι — ἐμπερπερεύομαι (Α) περπερεύομαι, κομπάζω για κάτι …   Dictionary of Greek

  • περπερεία — ἡ, ΜΑ [περπερεύομαι] ματαιοδοξία, κενοδοξία, μεγαλαυχία («περπερεία γὰρ ὁ καλλωπισμὸς περιττότητος καὶ ἀχρειότητος ἔχων ἔμφασιν», Κλήμ. Αλ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»